εὐμηχανίας

εὐμηχανίας
εὐμηχανίᾱς , εὐμηχανία
skill in devising means
fem acc pl
εὐμηχανίᾱς , εὐμηχανία
skill in devising means
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευμηχανία — εὐμηχανία και δωρ. τ. εὐμαχανία, η (Α) [ευμήχανος] 1. επιτηδειότητα στην επινόηση μέσων 2. εφευρετική ικανότητα («ὁ μὲν δίκαια ἔπασχεν ἀπολαύων τῆς αὐτοῡ εὐμηχανίας», Λουκιαν.) 3. φρ. «τύχης εὐμηχανία» η ευπορία τής τύχης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”